Το έντομο Rhynchophorus ferrugineus (κόκκινος ρυγχωτός κάνθαρος – red palm weevil ή κόκκινο σκαθάρι) αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο εχθρό των φοινικοειδών στη μεσόγειο. Το σκαθάρι του φοίνικα εντοπίστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα σε είδη Washingtonia sp, που ταξίδεψαν στην Κρήτη από την Αίγυπτο για να διακοσμήσουν την Αθήνα κατά την Ολυμπιάδα του 2004. Σε κοντινό χρονικό διάστημα το σκαθάρι του φοίνικα βρέθηκε σε φοίνικες του είδους Phoenix canariensis (κανάριος φοίνικας) στο νότιο Ηράκλειο της Κρήτης. Οι πρώτες επίσημες αναφορές έγιναν από το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο αρκετά αργότερα, τον Ιανουάριο του 2006.
Το κόκκινο σκαθάρι των φοινικοειδών ανήκει στην τάξη Coleoptera και στην οικογένεια Curculionidae. Προκαλεί εκτεταμένη ζημιά στους φοίνικες που σε σύντομο χρονικό διάστημα οδηγεί στην πλήρη καταστροφή τους (ολική ξήρανση του φοίνικα). Τα ακμαία του εντόμου έχουν κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα, μήκος 3-5 εκατοστά, και φέρουν μακρύ ευδιάκριτο ρύγχος (για αυτό και καλείται και κόκκινο ρυγχοφόρο σκαθάρι του φοίνικα). Έχουν μαύρες κηλίδες στην κεφαλή, ενώ στα φτερά εμφανίζουν μαύρες παράλληλες γραμμές. Το σκαθάρι του φοίνικα είναι ολομετάβολο έντομο με βιολογικό κύκλο που εμφανίζει τέσσερα στάδια ζωής: αυγό, προνύμφη, νύμφη και ακμαίο. Οι προνύμφες είναι μπεζ χρώματος, ευκέφαλες με μεγάλη ευδιάκριτη κεφαλή, χωρίς πόδια και μπορούν να φτάσουν σε μήκος τα 50mm. Κάθε προνύμφη κατασκευάζει κουκούλι (νυμφική θήκη) από τις ίνες του φοίνικα και προστατεύεται από φυσικούς ή χημικούς εχθρούς μέχρι τη νύμφωση. Τα θηλυκά του σκαθαριού γεννούν αρκετές δεκάδες αυγά (300-500 συνολικά σε όλο το βιολογικό τους κύκλο), κυρίως στο υψηλότερο σημείο του φοίνικα, στην κορυφή του φοίνικα (στεφάνη) και μάλιστα στις μασχάλες των φύλλων. Τα σκαθάρια του φοίνικα γεννούν επίσης στη βάση των νεαρών φύλλων και στον κορμό, συνολικά δηλαδή σε όλη την πόα. Ο φοίνικας δεν έχει ξυλώδη κορμό αλλά μαλακό και πράσινο, ανήκει στις πόες και όχι στα δέντρα! Τα αυγά εκκολάπτονται σε πολύ λίγες ημέρες και προκύπτουν οι πρώτες προνύμφες. Οι προνύμφες εισχωρούν με ευκολία και ευρηματικότητα στο εσωτερικό του φοίνικα, καταναλώνοντας τους μαλακούς ιστούς και χυμούς του φυτού και δημιουργώντας μεγάλες στοές. Προκαλούν σημαντικές ζημιές και κατά τη διάρκεια της έντονης προσβολής αστάθεια και αδυναμία στήριξης των φύλλων. Τα ενήλικα έντομα μεταναστεύουν και εξαπλώνονται σύντομα σε γειτονικά δέντρα με τη βοήθεια της ανεπτυγμένης (ως κολεόπτερα) πτητικής τους ικανότητας.
Βασικό σημείο της προσβολής είναι η σύντομη ξήρανση της νέας βλάστησης (νεαρά κεντρικά φύλλα) και η κάμψη των παλιών φύλλων, που δίνει στο φοίνικα τη μορφή ανοιχτής ομπρέλας. Οι φοίνικες με έντονη και χρόνια προσβολή εμφανίζουν καθολική απώλεια των φύλλων τους, ενώ παρατηρείται στα τελευταία στάδια η σήψη του κορμού, μέχρι την ολική ξήρανση. Η προσβολή γίνεται εμφανής αρκετά μετά την πρώτη είσοδο στο φυτό και όταν η ζημιά έχει κλιμακωθεί τόσο που είναι συχνά μη αναστρέψιμη. Μετά την εμφάνιση των αρχικών συμπτωμάτων η ζημιά είναι μη αναστρέψιμη και για αυτό είναι σημαντικό αντί της καταπολέμησης να απομακρύνεται το προσβεβλημένο φυτό πριν αποτελέσει κίνδυνο για τα γειτονικά. Τα σκαθάρια του φοίνικα που ζουν σε ένα δέντρο δεν μετακινούνται στο επόμενο όσο τρέφονται σε αυτό μέχρι να προχωρήσει σημαντικά η ζημιά.
Σε περίπτωση προχωρημένης προσβολής συνίσταται το κόψιμο από τη ρίζα και κάψιμο του φυτού με σκοπό τον περιορισμό της προσβολής στα γειτονικά φυτά. Το ζήτημα που προκύπτει συχνά αν η προσβολή είναι προχωρημένη θα πρεπει να εξετάζεται ψύχραιμα και οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν πρέπει επηρεάζονται από άλλους παράγοντες όπως συναισθηματικοί ή οικονομικοί, αφού η καθυστέρηση της λήψης απόφασης συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο για περεταίρω εξάπλωση. Χημική καταπολέμηση ή βιολογική καταπολέμηση πραγματοποιείται σε υγιή ή ελαφρώς προσβεβλημένα φυτά (όσο αυτό μπορεί να διαπιστωθεί).
Η χημική πραγματοποιείται με τη χρήση εγκεκριμένων φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων και επεμβάσεις καθολικών ψεκασμών σε όλο το φυτό με έμφαση στην κόμη. Τα σκευάσματα που χρησιμοποιούνται είναι διασυστηματικά και σε κάποιο βαθμό, καθώς ως πόα δε διαθέτει δίκτυο αγγείων όπως στα δέντρα, μεταφέρονται σε όλο το φυτό. Συνεπώς ενδιαφέρον παρουσιάζει συνεργατικά και το ριζοπότισμα. Η μικροέγχυση (stem infusion) με ειδικό πτυσσόμενο αυλό σε κρίσιμα σημεία του κορμού και πιο συγκεριμένα στην καρδιά του φοίνικα και στις μασχάλες των φύλλων θα πρέπει να συνοδεύει κάθε εφαρμογή.
Η βιολογική αντιμετώπιση πραγματοποιείται με μεγάλη επιτυχία διαμέσου της χρήσης εντομοπαρασιτικών νηματωδών που διοχετεύονται σε μεγάλους πληθυσμούς ανά φυτό, με σκοπό τη θανάτωση των προνυμφών. Οι νηματώδεις εισβάλλουν από τα φυσικά ανοίγματα των εντόμων, και μεταδίδοντας βακτήρια θανατώνουν τους φυτοφάγους οργανισμούς, χωρίς να είναι επιβλαβείς για τα φυτά, τα ωφέλιμα έντομα όπως η μέλισσα, τα πτηνά, τα θηλαστικά ούτε τον άνθρωπο. Οι πληθυσμοί διοχετεύονται σε κάποια εκατομμύρια ανά φυτό με ψεκασμό χαμηλής πίεσης (κάτω από 5bar), αφού η μεγάλη πίεση θα τους σκότωνε. Φυλάσσονται για λίγες ημέρες σε θερμοκρασία χαμηλή και αραιώνονται σε σακχαρούχο μέσο πριν τη διάλυση τους σε νερό και τον ψεκασμό ή τη μικροέγχυση. Είναι μικροί οργανισμοί που αν και δε φαίνονται εύκολα με γυμνό μάτι αφού έχουν πολύ μικρό μέγεθος (0,5 – 1mm) θυμίζουν σκώληκες και λειτουργούν ως θηρευτές. Παρασιτούν στις προνύμφες του κόκκινου σκαθαριού των φοινικοειδών που χρησιμοποιούν ως ξενιστή, ενώ κυκλοφορούν με ιδιαίτερη ευκολία στις γαλαρίες που έχει δημιουργήσει ο εχθρός. Όταν οι νηματώδεις προσβάλλουν ένα έντομο, αναπαράγονται και πολλαπλασιάζονται διαρκώς και σύντομα δημιουργούν μεγάλους αριθμούς. Οι προνύμφες πεθαίνουν σύντομα ενώ παράλληλα αποτελούν εστία μόλυνσης και για τις κοντινές προνύμφες. Οι νηματώδεις έχουν επίσης την ιδιότητα να μετακινούνται αφού ανιχνεύσουν τον ξενιστή σε μεγάλες αποστάσεις. Συγκριτικά με τα χημικά σκευάσματα που η αποτελεσματικότητα μειώνονται σταδιακά όσο βιοδιασπώνται, η δραστικότητα της βιολογικής μεθόδου με τις μέρες αυξάνει και εξαπλώνεται, αφού οι νηματώδεις αναπαράγονται και μεταδίδονται από έντομο σε έντομο.
Ο τρόπος εφαρμογής διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος του φοινικοειδούς καθώς και την ύπαρξη πλευρικής βλάστησης. Ο ιδανικός τρόπος εφαρμογής είναι με έγχυση με φυσική ροή στη βάση του κορυφαίου φύλλου, που καλείται καρδιά του φοίνικα. Εξαιτίας της μορφολογίας του φοίνικα, το διάλυμα διοχετεύεται σπειροειδώς στη βάση των ζωντανών φύλλων που αποτελούν σημεία εισόδου του εχθρού. Η μορφολογία του φυτού ευνοεί τη συγκράτηση του διαλύματος των νηματωδών στα σημεία έκφυσης των φύλλων ενώ συνεχίζεται η έγχυση μέχρι να παρατηρηθεί απορροή. Εάν υπάρχει πλευρική βλάστηση στο φοίνικα γίνεται εφαρμογή και εκεί, στη βάση των φύλλων. Ο υπόλοιπος κορμός των μεγάλων φυτών δεν ψεκάζεται αφού οι εντομολογικοί εχθροί δεν εντοπίζονται εκεί. Στα μικρά φοινικοειδή με μικρή διάμετρο κορμού και όταν η καρδιά δεν είναι επαρκώς σχηματισμένη, οι ιστοί είναι αρκετά μαλακοί και ιδιαίτερα ευπαθείς, για αυτό και τα έντομα μπορούν να διεισδύσουν ακόμα και από την περιοχή του λαιμού στο χώμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εφαρμογή νηματωδών είναι καθολική ακόμα και στο χώμα που επίσης κινούνται έντομα.